ἀνελεύθερα

ἀνελεύθερα
ἀνελεύθερος
not free
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κἀνελεύθερα — ἀνελεύθερα , ἀνελεύθερος not free neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνουχίζω — ευνούχισα, ευνουχίστηκα, ευνουχισμένος 1. αφαιρώ τους γεννητικούς αδένες (όρχεις) ζώου ή ανθρώπου, αλλ. μουνουχίζω. 2. μτφ., αφαιρώ ικανότητα από κάποιον: Τα ανελεύθερα καθεστώτα ευνουχίζουν τη βούληση των πολιτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρίας — ο (λ. ινδ.), άτομο με περιορισμένα δικαιώματα που θεωρείται παρακατιανό: Παρίες υπάρχουν μόνο στα ανελεύθερα κοινωνικά καθεστώτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”